- κινίνο
- Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η κιγχόνη η φαρμακευτική, δέντρο που φύεται στα τροπικά δάση των Άνδεων, καλλιεργείται όμως πλέον και σε άλλες χώρες, όπως η Ινδία, η Μαλαισία, η Ινδονησία και η Σρι Λάνκα. Το ύψος του φτάνει τα 15-20 μ. και τα φύλλα του είναι ωοειδή και στιλπνά στην κάτω επιφάνεια. Τα άνθη του είναι μικρά, ρόδινα, με πέντε πέταλα ενωμένα σαν στάχυ. Ο καρπός του είναι κάψα. Γνωστός ήδη στους αυτόχθονες της Νότιας Αμερικής για τις αντι-ελονοσιακές ιδιότητές του, ο φλοιός αυτών των φυτών, ο οποίος ονομάζεται φλοιός της Κίνας, διαδόθηκε τον 17o αι. στην Ευρώπη όπου, αφού κατανικήθηκαν πολυάριθμες αντιδράσεις, προκάλεσε σημαντικές καινοτομίες στον τομέα της θεραπευτικής. Η κ. είναι δηλητήριο για τα πρωτόζωα, ιδιότητα που δικαιολογεί την αποτελεσματικότητά της στη θεραπεία της ελονοσίας. Στη γενική αντιμεταβολική της δράση αποδίδεται η αντιπυρετική της δύναμη, ενώ στην κατασταλτική της επίδραση στη διεγερσιμότητα των μυών οφείλεται η χρησιμοποίησή της στη συγγενή μυοτονία. Τοπικά είναι καυστική, γι’ αυτό και δοκιμάστηκε η χρήση της ως σκληρυντικό στους κιρσούς των φλεβών. Δρα κατασταλτικά στο νευρικό σύστημα και μπορεί να προκαλέσει εκφυλιστικά φαινόμενα στο οπτικό νεύρο και στο ακουστικό σύστημα. Επιπλέον, η κ. επιβραδύνει τη συχνότητα των καρδιακών παλμών, ωστόσο, γι’αυτό τον σκοπό προτιμάται ένα ισομερές της, η κινιδίνη. Τέλος, παρά την πικρή της γεύση, έχει χρησιμοποιηθεί σε ορεκτικά ποτά πριν από τα γεύματα, γιατί προκαλεί αύξηση των εκκρίσεων του στομάχου.
Το κινίνο εξάγεται από τον φλοιό των δένδρων του γένους κιγχόνη∙ στη φωτογραφία, συγκομιδή κλαδιών των δέντρων αυτών σε φυτεία της Γουινέας.
* * *το και κινίνη, η(φαρμ.)1. (το σπουδαιότερο αλκαλοειδές τής κιγχόνης το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη θεραπευτική και κυρίως για την αντιμετώπιση τής ελονοσίας2. μτφ. ό,τι είναι πολύ πικρό.
Dictionary of Greek. 2013.